darned$500305$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

darned$500305$ - translation to ολλανδικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Darned; Darn (disambiguation)

darned      
adj. verdraaid, vervloekt, bliksems, donders
darning needle         
  • Darning loom with hook [[heddle]]s and a darning needle.
SEWING TECHNIQUE FOR REPAIRING HOLES OR WORN AREAS IN FABRIC OR KNITTING USING NEEDLE AND THREAD
Darning mushroom; Darning egg; Darning needle; Darned lace; Darning stitch; Darning gourd; Darning loom
n. kleine stopnaald

Ορισμός

darn
(darns, darning, darned)
1.
If you darn something knitted or made of cloth, you mend a hole in it by sewing stitches across the hole and then weaving stitches in and out of them.
Aunt Emilie darned old socks...
VERB: V n
darning
...chores such as sewing and darning.
N-UNCOUNT
2.
People sometimes use darn or darned to emphasize what they are saying, often when they are annoyed. (INFORMAL)
There's not a darn thing he can do about it...
= damn, damned
ADJ: ADJ n [emphasis]
Darn is also an adverb.
...the desire to be free to do just as we darn well please...
ADV: ADV adj/adv
3.
You can say I'll be darned to show that you are very surprised about something. (AM INFORMAL)
'A talking pig!' he exclaimed. 'Well, I'll be darned.'
PHRASE [feelings]

Βικιπαίδεια

Darn

Darn may refer to:

  • Darning, a sewing technique
  • Darn, a minced oath for "damn"